- καθιστώ
- (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, -άω)1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ(α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.)2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να αποκτήσει μια ιδιότητα (α. «η ανεργία καθιστά τον άνθρωπο δυστυχή» β. «ἡ ἐπιθυμία ἀμνήμονά τινα καθίστησι», Αντιφ.)3. μέσ. καθίσταμαια) διορίζομαι, γίνομαιβ) διορίζω για τον εαυτό μου4. (το θηλ. μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) (για ηλικία) η καθεστηκυίασταθερή, μέσηνεοελλ.1. παθ. εξελίσσομαι σε..., τείνω να γίνω... («η κατάσταση καθίσταται αφόρητη»)2. φρ. «καθεστηκυία τάξη»α) η ισχύουσα τάξη πραγμάτωνβ) η άρχουσα ή κυρίαρχη τάξηαρχ.1. βάζω, τοποθετώ («ποῡ δεῑ καθιστάναι πόδα;» Ευρ.)2. οδηγώ σε κάποιον τόπο («φυγόντων παῑδας λαβὼν και καταστήσας ἐς Νάξον». Ηρόδ.)3. επαναφέρω («πάλιν αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῑχος σῶν καὶ ὑγιᾱ», Θουκ.)3. οδηγώ κάποιον μπροστά σε κάποιον άλλο, παρουσιάζω («ὥς μοι καταστήσεις τὸν παῑδα ἐς ἔλεγχον», Ηρόδ.)4. έρχομαι ενώπιον κάποιου, παρουσιάζομαι («καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε», Θουκ.)5. εγκαθίσταμαι, τοποθετούμαι6. φθάνω σε κάποιον τόπο («καταστάντες οὖν ἐς Ρήγιον», Θουκ.)7. ιατρ. μπαίνω στην άρθρωση, εισέρχομαι στον αρμό («ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ καθίσταται», Ιπποκρ.)8. εγκαθιστῶ, εγκαθιδρύω («ἔδοξεν αὐτοῑς προφυλακὰς καταστήσαντας», Ξεν.)9. (για πολιτεύματα, νόμους, αγώνες κ.λπ.) ιδρύω, εισάγω («τοὺς γυμνικούς ἀγῶνας καταστησάντων», Iσοκρ.)10. (ενεργ. και μέσ.) διαρρυθμίζω, διοργανώνω («ἕως ἂν πολιτείαν καταστήσωμεν», Πλάτ.)11. φέρω κάποιον σε μια κατάσταση («Σίμων με εἰς τοιαύτην ανάγκην κατέστησεν», Λυσ.)12. καταντώ («φονέα με φησὶ Λαΐου καθεστάναι», Σοφ.)13. επανορθώνω, αποκαθιστώ, θεραπεύω14. εξακολουθώ, συνεχίζω («παννύχιοι δὴ διάπλοον καθίστασαν», Αισχύλ.)15. (για στρατιώτες) παρατάσσω16. (για αγοραπωλησίες) στοιχίζω, κοστίζω17. μέσ. καθίσταμαια) εγκαθιδρύομαι, καθιερώνομαιβ) (για νερό) γαληνεύω, ησυχάζω, ηρεμώ («ὅταν μὲν ἡ λίμνη καταστῆ», Αριστοφ.)γ) (για θόρυβο) κοπάζω, σταματώ («κατέστη ὁ θόρυβος», Ηρόδ.)δ) αφήνω κατακάθι («οὖρα... θολερά δὲ καὶ οὐδὲ καθιστάμενα», Ιπποκρ.)ε) πορίζομαι, αποκτώ («τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων», Ηρόδ.)στ) ανθίσταμαι, εναντιώνομαι («τοὺς καταστησομένους ἐν τῆ συγκλήτῳ πρός τοὺς παρὰ τῶν Ἀχαιῶν πρεσβευτάς», Πολ.)ζ) κανονίζω, τακτοποιώ, ιδίως σε συνεννόηση με άλλον16. φρ. α) «καθιστάναι τινὰ εἰς κρίσιν» — να φέρει κάποιον ενώπιον τού δικαστηρίουβ) «καθιστάναι τινὰ ἐς...» — εντάσσω ή συναριθμώ κάποιον σε ορισμένη ομάδα17. (ο πληθ. τού αρσ. τής μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) (για πρόσ.) οἱ καθεστηκότεςαυτοί που έχουν μέση ηλικία, οι μεσήλικες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱστῶ, μεταπλασμένος τ. τού ἵστημι κατά τα ρ. σε -άω / -ῶ].
Dictionary of Greek. 2013.